Μοροατσίγγανος

Μοροατσίγγανος
Μοροατσίγγανος και Μοροατζίγγανος, ὁ (Μ)
μαυρειδερός γύφτος ή μουντζουρωμένος από τη συνηθισμένη δουλειά τού σιδερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μόρος + Ἀτσίγγανος / Άτζίγγανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”